Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

οἱ συγκατακείμενοι

См. также в других словарях:

  • συγκατακείμενοι — συγκατάκειμαι lie with perf part mp masc nom/voc pl συγκατάκειμαι lie with pres part mp masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συγκατάκειμαι — ΜΑ κοιμάμαι μαζί με κάποιον και έρχομαι σε σαρκική μίξη αρχ. 1. παρακάθημαι σε δείπνο 2. (το αρσ. πληθ. μτχ. ως ουσ.) οἱ συγκατακείμενοι οι συνδαιτυμόνες. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + κατάκειμαι «είμαι ξαπλωμένος, παρακάθημαι σε συμπόσιο»] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»